- καταφρονητικῶς
- καταφρονητικόςcontemptuousadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
нерадивыи — (3*) пр. Нерадивый: таковыи ˫ако нерадивъ ѡ своѥ(м) запрѣщеньи. нѣкоего ра(д) прибытка. да извержетьсѧ. (καταφρονητής) ΚΡ 1284, 39в; аще же нера(д)въ i лѣнивъ. таковѡму жесточаишю заповѣдь датi. (ψυχροτέρως) Там же, 57б; в роли с.: теплѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καταφρονητικός — και καταφρονετικός, ή, ό (AM καταφρονητικός, ή, όν) [καταφρονητής] 1. αυτός που γίνεται για περιφρόνηση ή με τρόπο περιφρονητικό 2. αυτός που φέρεται περιφρονητικά, που έχει την τάση να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης. επίρρ... καταφρονητικά… … Dictionary of Greek
τυφλοπλαστώ — έω, Α [τυφλοπλάστης] 1. πλάθω κάτι τυφλά («καταφρονητικῶς ἔχειν τῶν ὅσα αἱ κεναὶ δόξαι τυφλοπλαστοῡσι», Φίλ.) 2. παθ. τυφλοπλαστοῡμαι, έομαι (για νεογνά αρκούδας) γεννιέμαι τυφλός … Dictionary of Greek
ՔԱՄԱՀԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0976 Chronological Sequence: 6c, 8c մ. καταφρονητικῶς, ὁλιγώρως contemptim, contemptui habendo. Քամահանօք. արհամարհօք. յոչինչ գրելով. բանի տեղ չդնելով, չիսեպելով. ... *Քամահաբար արհամարհեցին զմահու: Զառաջին ասացեալսն քամահաբար… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)